- διαπορθμεύεται
- διαπορθμεύωcarry overpres ind mp 3rd sgδιαπορθμεύωcarry overpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαπορθμεύω — διαπόρθμευσα, μεταφέρω κάποιον με πλωτό σκάφος από τη μια ακτή πορθμού στην άλλη: Διαπορθμεύεται μεγάλος αριθμός τουριστών καθημερινά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)